δικαιοπάροχος

δικαιοπάροχος
-ο
αυτός που μεταβιβάζει δικαίωμα σε άλλον, στον δικαιοδόχο*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + παρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ιω. Τυπάλδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δικαιοπάροχος — ο αυτός ο οποίος παρέχει, μεταβιβάζει κάποιο δικαίωμα στο δικαιοδόχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”